φόρμικα

φόρμικα
(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «μύρμηκα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. formica «μυρμήγκι»].
————————
(II)
η, Ν
ζωολ. επιστημονική ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων, τυπικού τής οικογένειας φορμικίδες, στο οποίο ανήκουν διάφορα είδη μυρμηγκιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. formica < λατ. formica, -ae «μυρμήγκι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”